- συνεπιρρώννυμι
- Α1. βοηθώ, υποστηρίζω2. παθ. συνεπιρρώνυμαι(για γλώσσα) ενισχύομαι ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («ἀτονεῑ καὶ κενοῡται τὸ ἔμπρακτον αὐτῶν μὴ τοῡς ὕψεσι συνεπιρρωννύμενον», Λογγίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπιρρώννυμι «ενθαρρύνω, ενδυναμώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.